κισηρίζω

κισηρίζω
κισηρίζω (Α) [κίσηρις]
λειαίνω κάτι με ελαφρόπετρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κατακεκισηρισμένον — κατά κισηρίζω rub with pumice stone perf part mp masc acc sg κατά κισηρίζω rub with pumice stone perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακισηρίζω — (Α) τρίβω σημεία τού δέρματος με ελαφρόπετρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κισηρίζω «τρίβω με ελαφρόπετρα» (< κίσηρις «ελαφρόπετρα»)] …   Dictionary of Greek

  • προκισηρίζω — και προκεισηρίζω Α γυαλίζω με ελαφρόπτερα προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κισηρίζω «λειαίνω με ελαφρόπετρα»] …   Dictionary of Greek

  • κισηρίσας — κισηρίσᾱς , κισηρίζω rub with pumice stone aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”